μουσουργοί

μουσουργοί
μουσουργός
cultivating music
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • SYMPHONIA — apud Isidorum Origin. l. 2. c. 21. vulgo dictum est, lignum cavum ex utraque parte pelle extensâ, quam virgulis hinc inde Musici feriunt. Scribit quoque Hieronymus Ep. ad Damasum, quosdam de Latinis putavisle, Symphoniam genus esse organi musici …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εμβατήριο — Μουσική οργανική σύνθεση σε διμερή ρυθμό, τον οποίο υπαγορεύει η ανάγκη του ομαδικού και ομοιόμορφου βαδίσματος. Το είδος αυτό έχει αρχαιότατη προέλευση. Στην αρχαιότητα, οι θρησκευτικές ή στρατιωτικές πομπές, καθώς και οι χορωδοί της αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

  • Αναγνώστου-Μπουκουβάλα, Ιωάννα — (Κάιρο 1904 – Αθήνα 1992). Μουσικός, φιλόλογος, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε μουσική στο Ωδείο Αθηνών και φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ έκανε μεταπτυχιακές φιλολογικές και μουσικολογικές σπουδές στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”